ἀνάπνευστος

ἀνάπνευστος
ἀνάπνευστος
without drawing breath
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανάπνευστος — η, ο (Α ἀνάπνευστος, ον) νεοελλ. ο μη αναπνεύσιμος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αναπνεύσει, διότι είναι δηλητηριώδης ή πνιγηρός αρχ. αυτός που δεν αναπνέει. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ανάπνευστος < αναπνευστός. Η σημασία τής αρνήσεως προήλθε… …   Dictionary of Greek

  • αναπνευστός — ή, ό (Α ἀναπνευστός, ή, όν ο αναπνεύσιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω. ΠΑΡ. αναπνευστικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”